χαλάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. χαλί], μικρό σκληρό χαλί και ειδικότερα, αυτό που τοποθετούμε στην εξώπορτά μας για το καθάρισμα των παπουτσιών μας: «αγόρασα καινούριο χαλάκι για την εξώπορτα, γιατί αυτό που είχαμε ήταν απ’ την εποχή που παντρευτήκαμε»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, καθαρίζω τα παπούτσια μου πάνω στο χαλάκι πριν μπω στο σπίτι: «σκούπισε καλά τα πόδια σου στο χαλάκι, γιατί μόλις έκανα παρκέ».